- αεροσκυρόδεμα
- ή αερομπετόν ή αεριομπετόν ή κυψελομπετόν, το τεχνολ.σκυρόδεμα που περιέχει ουσίες, οι οποίες ελευθερώνουν αέρια με χημικές αντιδράσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
κυψελομπετόν — το τεχνολ. το αεροσκυρόδεμα … Dictionary of Greek